γρύπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γρύπος | οι | γρύποι |
γενική | του | γρύπου | των | γρύπων |
αιτιατική | τον | γρύπο | τους | γρύπους |
κλητική | γρύπε | γρύποι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γρύπος < → δείτε τη λέξη γρίπος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɣɾi.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γρύ‐πος
Ουσιαστικό επεξεργασία
γρύπος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
γρύπος
→ δείτε τη λέξη γρίπος |
Πηγές επεξεργασία
- γρύπος σελ.1703 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)