Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γρυλίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γρυλίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γρυλίζω
  3. θα γρυλίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γρυλίζω