γρούζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γρούζω < (ηχομιμητική λέξη)
Ρήμα επεξεργασία
γρούζω
- παράγω έναν επαναλαμβανόμενο ήχο που ακούγεται σαν γρου
- γρυλίζω
- μουρμουρίζω
- φωνάζω, σκούζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
γρούζω
|
γρούζω
|