γραφοτυπία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γραφοτυπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική graphotypie < αρχαία ελληνική γράφω + τύπος
Ουσιαστικό επεξεργασία
γραφοτυπία θηλυκό
- (τυπογραφία) η εκτύπωση μιας λιθογραφίας σε χαρτί (ή άλλο υλικό)
Μεταφράσεις επεξεργασία
γραφοτυπία