Δείτε επίσης: Γρανά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γράνα οι γράνες
      γενική της γράνας των γρανών
    αιτιατική τη γράνα τις γράνες
     κλητική γράνα γράνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γράνα < μεσαιωνική ελληνική γράνα < πρωτοσλαβική γλώσσα *grana

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γράνα θηλυκό

  1. τάφρος που καλύπτεται με νερό
  2. (στρατιωτικός όρος) αμυντική τάφρος πέριξ κάστρου, πύργου ή οχυρού
    μάχη της Γράνας, (Τρίπολη, Ελληνική Επανάσταση του 1821)
  3. χαντάκι, αυλάκι, υδραγωγός

  Μεταφράσεις επεξεργασία