Δείτε επίσης: γαλέτα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γολέτα οι γολέτες
      γενική της γολέτας των γολετών
    αιτιατική τη γολέτα τις γολέτες
     κλητική γολέτα γολέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

γολέτα < (άμεσο δάνειο) βενετική goleta < γαλλική goélette (γολέτα) < βρετονικά gouelan (γλάρος) < gouel (ιστίο) < λατινική vigilia (εγρήγορση) < vigil (άγρυπνος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weg- (είμαι δυνατός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γολέτα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία


Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία