γολέτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γολέτα | οι | γολέτες |
γενική | της | γολέτας | των | γολετών |
αιτιατική | τη | γολέτα | τις | γολέτες |
κλητική | γολέτα | γολέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γολέτα < (άμεσο δάνειο) βενετική goleta < γαλλική goélette (γολέτα) < βρετονικά gouelan (γλάρος) < gouel (ιστίο) < λατινική vigilia (εγρήγορση) < vigil (άγρυπνος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weg- (είμαι δυνατός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γολέτα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- γολέτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- γολέτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γολέτα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- γολέτα - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»