Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γνωστεύω < γνωστικός ή γνώστης ή γνώση

  Ρήμα επεξεργασία

γνωστεύω

Κλίση επεξεργασία

ενεστ. γνωστεύω παρατ. γνώστευα μέλ. στ. θα γνωστέψω και εξακ. θα γνωστεύω' αόριστ. γνώστεψα παρακ. έχω γνωστέψει μετοχή γνωστεύοντας

  Μεταφράσεις επεξεργασία