Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γνωμολόγος οι γνωμολόγοι
      γενική του/της γνωμολόγου των γνωμολόγων
    αιτιατική τον/τη γνωμολόγο τους/τις γνωμολόγους
     κλητική γνωμολόγε γνωμολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γνωμολόγος < γνώμ(η) + -ο- + -λόγος < αρχαία ελληνική γνωμολογέω[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γνωμολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  1. που εκφράζεται με γνωμικά ή αποφθέγματα
  2. που έχει τη συνήθεια να δίνει συμβουλές ή παραινέσεις

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .