Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γνέψουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γνέφω
  2. θα γνέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γνέφω