Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γλωσσοφάμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γλωσσοτρώγω
  2. θα γλωσσοφάμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γλωσσοτρώγω