Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γλωσσοφάει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γλωσσοτρώγω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γλωσσοτρώγω
  3. θα γλωσσοφάει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γλωσσοτρώγω