γλωσσοτομία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλωσσοτομία < ελληνιστική κοινή γλωσσοτομία < αρχαία ελληνική γλῶσσα + τέμνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
γλωσσοτομία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
γλωσσοτομία
|
γλωσσοτομία θηλυκό
|