γλωσσίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλωσσίδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γλωσσίς από την αιτιατική ενικού «τὴν γλωσσίδα». Και για τον τύπο γλωττίς → δείτε τη λέξη γλωττίδα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣloˈsi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλωσ‐σί‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
γλωσσίδα θηλυκό
- (ανατομία) άλλη μορφή του γλωττίδα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γλωσσίδα
→ δείτε τη λέξη γλωττίδα |
Πηγές επεξεργασία
- γλωσσίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γλωττίδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
γλωσσίδα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)