Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλυμίζω < γλύμμα (από το θέμα γλυμ-) + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

γλυμίζω

  1. λαξεύω, αφαιρώ με ειδικά εργαλεία τμήματα από έναν όγκο σκληρού υλικού, ξύλου ή πέτρας, για να δημιουργήσω ένα γλυπτό
  2. θρυμματίζω, τρίβω, περικόπτω

Συγγενικά επεξεργασία