γλυκοκοιμηθούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαγλυκοκοιμηθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γλυκοκοιμάμαι
- θα γλυκοκοιμηθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γλυκοκοιμάμαι