Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλυκερίνη οι γλυκερίνες
      γενική της γλυκερίνης των γλυκερινών
    αιτιατική τη γλυκερίνη τις γλυκερίνες
     κλητική γλυκερίνη γλυκερίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλυκερίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική glycerine < αρχαία ελληνική γλυκερός + -ine (-ίνη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλυκερίνη θηλυκό και γλυκερόλη

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία