Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γλυκατζής οι γλυκατζήδες
      γενική του γλυκατζή των γλυκατζήδων
    αιτιατική τον γλυκατζή τους γλυκατζήδες
     κλητική γλυκατζή γλυκατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γλυκατζής < γλυκά + -τζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλυκατζής αρσενικό

  • αυτός που καταναλώνει πολλά γλυκά,

  Μεταφράσεις επεξεργασία