Δείτε επίσης: γλυτωμός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γλιτωμός οι γλιτωμοί
      γενική του γλιτωμού των γλιτωμών
    αιτιατική τον γλιτωμό τους γλιτωμούς
     κλητική γλιτωμέ γλιτωμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλιτωμός < γλιτώνω + -ωμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλιτωμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία