Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλείψιμο τα γλειψίματα
      γενική του γλειψίματος των γλειψιμάτων
    αιτιατική το γλείψιμο τα γλειψίματα
     κλητική γλείψιμο γλειψίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλείψιμο < γλείφω + -ιμο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλείψιμο ουδέτερο

  1. η ενέργεια του γλείφω
  2. η κολακεία προς ανώτερο που αποσκοπεί στο να αποσπάσει την εύνοιά του

  Μεταφράσεις επεξεργασία