Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλαῦκος < γλαυκός


  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλαῦκος αρσενικό

  • ψάρι με γκρί χρώμα