Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκρο γκρεν < γαλλική gros grain

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκρο γκρεν ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία