γκούτζης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκούτζης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκούτζης αρσενικό [1]
- (ιδιωματικό) ο χαζός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Κανελλάκης, Χρήστος Θ.(2010). Το Μοίραλι από το 1461 έως σήμερα. Ετυμολογικό λεξικό των πρώην Δήμων Μεσάτιδος, Φαρρών, Τριταίας, Λασιώνος Ηλείας. Πάτρα:εκδόσεις Περί Τεχνών, 2010. ISBN:978‑960-6684-64-7. σελ.340.