Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκισέ  τα γκισέ 
      γενική του γκισέ  των γκισέ 
    αιτιατική το γκισέ  τα γκισέ 
     κλητική γκισέ  γκισέ 
ΑΚΛΙΤΟ
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Γκισέ

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκισέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική guichet

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκισέ ουδέτερο άκλιτο

  • θυρίδα συναλλαγών
    Η υπάλληλος, που καθόταν πίσω από το γκισέ της εταιρείας, μέτρησε με υπομονή τα κέρματα και μού έδωσε το εισιτήριο.

  Μεταφράσεις επεξεργασία