Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκιζερίζω < τουρκική gezi (= περίπατος, βόλτα)

  Ρήμα επεξεργασία

γκιζερίζω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία