Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκζαν < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκζαν ουδέτερο, στον πληθυντικό γκζάνια αλλά και γκζταντάνια

  • (ιδιωματικό) (Έβρος) παιδί[1]
    ※  Είδγι κι απου είδγι ο Πουλιόνς, πήγι στο γιατρό. Τούπι, τι ζορ τραβάει, πόσα γκζάνια έχ, κι'ότι άλλου γκζαν δε θέλ να κάμ. (Αλβανός Δημήτρης, Ανέκδοτα στα σουφλιώτκα, Ο πολύτεκνος [2])
    Είδε κι απόειδε ο Πουλιόνης, πήγε στο γιατρό. Του'πε τι ζόρι τραβάει, πάσα παιδιά έχει, και ότι άλλο παιδί δε θέλει να κάμει.
    ※  Στούν νάρθηκα τ’ς άκκλησιάς, παππάς θά τού διαβάση, νουνός θά τού δώση κί τόνουμάτ: Τά γκζάνια πού καρτιροΰσαν κεΐ γιά νά ακούσουν τό'νουμα τρέχουν γρήγουρά στ’ μάννα πού καρτιράει στού σπίτι κί λεν τό'νουμα πώς τούπαν κί κείνη γιά μαρτύριά τά δίνει παράδις. (Τα Θρακικά, εκδ. του εν Αθήναις Θρακικού Κέντρου, 1971, Το βάφτισμα του παιδιού, σελ. 326 [3])

Παράγωγα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Γ - ΚΟΡΝΟΦΩΛΙΩΤΙΚΑ κατά του Γκαμανούδ Σωκράτη Παπαδόπουλο, «Γκζαν - παιδάκι» [1]