γκελενίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκελενίτης < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
γκελενίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ασβεστοαργιλοπυριτικó ορυκτό (Ca2Al2SiO7)
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκελενίτης
|
γκελενίτης αρσενικό
|