γκαουλάιτερ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκαουλάιτερ αρσενικό άκλιτο, πληθυντικός γκαουλάιτερς
- ο εξαρτημένος χωροδεσπότης γερμανικής περιοχής κατά τον μεσαίωνα
- στη ναζιστική Γερμανία ο κομματικός περιφερειάρχης που διοριζόταν από τον Αδόλφο Χίτλερ
- (μεταφορικά) (πολιτική): ο ξενόδουλος πολιτικός, ή ο κομματικά διορισμένος πρόεδρος δημόσιου ή ιδιωτικού φορέα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκαουλάιτερ
|