γκαλά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκαλά < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική gala
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɡaˈla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκα‐λά
- παρώνυμο: καλά
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκαλά ουδέτερο άκλιτο
- επίσημη δεξίωση, δείπνο, συνήθως προς τιμήν εξεχουσών προσωπικοτήτων
- κοσμικό γκαλά
- φιλανθρωπικό γκαλά
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκαλά
→ δείτε τη λέξη δεξίωση |