γκίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκίδα | οι | γκίδες |
γενική | της | γκίδας | των | γκίδων |
αιτιατική | την | γκίδα | τις | γκίδες |
κλητική | γκίδα | γκίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκίδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκίδα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκίδα
|