Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γιουφκάς οι γιουφκάδες
      γενική του γιουφκά των γιουφκάδων
    αιτιατική τον γιουφκά τους γιουφκάδες
     κλητική γιουφκά γιουφκάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιουφκάς < τουρκική yufka +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιουφκάς αρσενικό

  • λεπτό φύλλο για πίτες και μπουρέκια, από την τούρκικη κουζίνα
    Τις πίτες τους οι Πολίτες τις κάνουν με το λεπτό, φρέσκο φύλλο γιουφκά [1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία