γιουφκάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γιουφκάς αρσενικό
- λεπτό φύλλο για πίτες και μπουρέκια, από την τούρκικη κουζίνα
- Τις πίτες τους οι Πολίτες τις κάνουν με το λεπτό, φρέσκο φύλλο γιουφκά [1]
Μεταφράσεις επεξεργασία
γιουφκάς
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Ενας Πολίτης στην Καλλιθέα, 19.01.2016 , kathimerini.gr