Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιουτώ < (άμεσο δάνειο) ιταλική aiutare

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝuˈto/

  Ρήμα επεξεργασία

γιουτώ