γιουσουρούμ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γιουσουρούμ < το επώνυμο ενός Εβραίου παλαιοπώλη Γιουσουρούμ[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝu.suˈɾum/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γιου‐σου‐ρούμ
Ουσιαστικό επεξεργασία
γιουσουρούμ ουδέτερο άκλιτο
- το κέντρο της Αθήνας με παλιατζίδικα
- χαρακτηρισμός για κάτι παλιό, άχρηστο, άνευ αξίας
- Είναι για το γιουσουρούμ.
Μεταφράσεις επεξεργασία
γιουσουρούμ
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης.