γιαχνί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γιαχνί < (άμεσο δάνειο) τουρκική yahni < περσική يخنى (yahnī)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γιαχνί ουδέτερο άκλιτο
- φαγητό με λαχανικά μαγειρεμένα με σάλτσα ντομάτα (και τσιγαριστό κρεμμύδι)
- φάγαμε πατάτες γιαχνί