Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γιατρέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γιατρεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γιατρεύω
  3. θα γιατρέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γιατρεύω