Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γιαπράκι τα γιαπράκια
      γενική
    αιτιατική το γιαπράκι τα γιαπράκια
     κλητική γιαπράκι γιαπράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιαπράκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική yaprak (φύλλο φυτού)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιαπράκι ουδέτερο

  • ντολμαδάκι (αμπελόφυλλο τυλιγμένο και γεμισμένο με κιμά)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014