Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιάμπολη < Υάμπολις στην ανατολικη Ρωμυλία (σήμερα στη Βουλγαρία, η Yambol), που παρήγαγε το βότανο και που οι Τουρκου ονόμασαν Γιάμπολου

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιάμπολη θηλυκό (γενική: της γιάμπολης)

  • βότανο από είδος γλυκόριζας, της glycyrrhiza glabra (γλυκίρρζα η άτριχος)

  Μεταφράσεις επεξεργασία