Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεωτεχνικά < γεωτεχνικός

  Επίρρημα επεξεργασία

γεωτεχνικά

  • σχετικά με την κατάσταση του εδάφους ως προς ό,τι χτίζεται πάνω σε αυτό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

γεωτεχνικά