γεφυράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γεφυράκι | τα | γεφυράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γεφυράκι | τα | γεφυράκια |
κλητική | γεφυράκι | γεφυράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γεφυράκι < γέφυρα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
γεφυράκι ουδέτερο
- μικρή γέφυρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γέφυρα