Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

γευσιγνώστης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γευσιγνώστης αρσενικό (θηλυκό γευσιγνώστρια)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία