Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεροντεύω < γεροντία

  Ρήμα επεξεργασία

γεροντεύω

  • είμαι μέλος της γερουσίας (Σπάρτη, όπου η γερουσία λεγόταν γεροντία)