Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γερμανοφιλία οι γερμανοφιλίες
      γενική της γερμανοφιλίας των γερμανοφιλιών
    αιτιατική τη γερμανοφιλία τις γερμανοφιλίες
     κλητική γερμανοφιλία γερμανοφιλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γερμανοφιλία < γερμανο- + -φιλία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γερμανοφιλία θηλυκό

  1. τα φιλικά συναισθήματα για τη Γερμανία, το γερμανικό λαό και πολιτισμό
  2. η υποστήριξη της γερμανικής πολιτικής, ιδιαίτερα της εξωτερικής

  Μεταφράσεις επεξεργασία