Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γελοιοποίηση οι γελοιοποιήσεις
      γενική της γελοιοποίησης* των γελοιοποιήσεων
    αιτιατική τη γελοιοποίηση τις γελοιοποιήσεις
     κλητική γελοιοποίηση γελοιοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γελοιοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γελοιοποίηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα γελοιοποίη(σις) + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε (γελοιοποιώ) γελοιοποιη- + -ση.[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γελοιοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία