γειτονοπούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γειτονοπούλα | οι | γειτονοπούλες |
γενική | της | γειτονοπούλας | — | |
αιτιατική | τη | γειτονοπούλα | τις | γειτονοπούλες |
κλητική | γειτονοπούλα | γειτονοπούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γειτονοπούλα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γειτονοπούλα
|