Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γειτνίασῐς αἱ γειτνιάσεις
      γενική τῆς γειτνιάσεως τῶν γειτνιάσεων
      δοτική τῇ γειτνιάσει ταῖς γειτνιάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν γειτνίασῐν τὰς γειτνιάσεις
     κλητική ! γειτνίασῐ γειτνιάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γειτνιάσει
γεν-δοτ τοῖν  γειτνιασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γειτνίασις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γειτνίασις θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία