Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γείτσες < πληθυντικός του *γείτσα ή *υγειίτσες < *υγειίτσα < υποκοριστικού του υγεί(α) + -ίτσα [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈʝi.t͡ses/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γεί‐τσες

  Επιφώνημα επεξεργασία

γείτσες!

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία