Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γδέρνομαι < παθητική φωνή του ρήματος γδέρνω

  Ρήμα επεξεργασία

γδέρνομαι

→ δείτε τη λέξη γδέρνω