Δείτε επίσης: γάστρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαστέρα οι γαστέρες
      γενική της γαστέρας των γαστέρων
    αιτιατική τη γαστέρα τις γαστέρες
     κλητική γαστέρα γαστέρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαστέρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γαστέρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γαστήρ από την αιτιατική γαστέρα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣaˈste.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐στέ‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαστέρα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία