γαριάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαριάζω < μεσαιωνική ελληνική γαρίζω[1] < αρχαία ελληνική γάρος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣaɾˈʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐ριά‐ζω
Ρήμα επεξεργασία
γαριάζω, αόρ.: γάριασα, μτχ.π.π.: γαριασμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (παρωχημένο) βρομίζω, λερώνω ή λερώνομαι
- (για ασπρόρουχα και άσπρες επιφάνειες) χάνω την ασπράδα, κιτρινίζω ελαφρά σαν να είμαι λερωμένος
Αντώνυμα επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
- γάριασμα
- γαριασμένος
- ξεγαριάζω
- → δείτε τη λέξη γάρος
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.