γαργαλητό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαργαλητό < γαργαλώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαργαλητό ουδέτερο
- η ενέργεια του γαργαλάω αλλά και το αίσθημα που βιώνει εκείνος που τον γαργαλούν (κνησμός, φαγούρα, αντανακλαστική ανάγκη να γελάσει, ερεθισμό ή ερωτική διέγερση)
- το συνεχές γαργάλημα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαργαλητό