Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαρ < αρχαία ελληνική γάρ

  Σύνδεσμος επεξεργασία

γαρ

  1. ως αιτιολογικός σύνδεσμος εισάγει νέα πρόταση και παίρνει την έννοια του καθώς είναι.
    Διακριτικός γαρ, αρκέστηκε στη σιωπή.
  2. ως επεξηγηματικός σύνδεσμος, τίθεται μετά από μία ή περισσότερες λέξεις και σημαίνει δηλαδή.
  3. στην καθομιλουμένη χρησιμοποιείται κυρίως για να τονίσει την ιδιότητα κάποιου
    Φιλόδοξος γαρ.

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία